Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαράλλακτο [aparálakto] το, (L)
- the state of being the very same, identicalness, constancy:
- ομολογούμε το ~ της θείας φύσεως (Tatakis)
[fr kath το απαράλλακτον ← MG, PatrG]
- the state of being the very same, identicalness, constancy:
[Λεξικό Κριαρά]
- απαράλλακτος, επίθ.
-
- 1) Όμοιος σ’ όλα:
- Έχει γαρ άλλην αδελφήν … απαράλλακτον ως ένι αυτή εκείνη (Λίβ. P 2557).
- 2) Που δεν υπόκειται σε αλλαγή:
- (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 246)·
- λύπη απαράλλακτος (Διήγ. Bελ. χ 2 κριτ. υπ).
- Tο ουδ. του επιθ. ως ουσ. = σταθερότητα:
- πόθου το απαράλλακτον (Φλώρ. 508).
[μτγν. επίθ. απαράλλακτος. H λ. και σήμ.]
- 1) Όμοιος σ’ όλα:



