Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαράβατο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαράβατο [aparávato] το, (L)
  • inviolability (syn L το απαραβίαστο):
    • το ~ του νόμου, της συμφωνίας |
    • το ~ του μυστικού είναι μεταξύ των συζύγων ένας από τους μεγαλύτερους συνδέσμους που τους ενώνει (Katsigra)

[substantiv. n of απαράβατος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαράβατος -η -ο [aparávatos] Ε5 : που δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να τον παραβεί, να τον αθετήσει κάποιος: ~ όρκος / νόμος / όρος. Aπαράβατη συμφωνία. απαράβατα ΕΠIΡΡ: Mια φορά το χρόνο έκαναν ~ την επίσκεψή τους.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαράβατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαράβατος, -η, -ο [aparávatos] (L)
  • not to be transgressed, inviolabe (syn αξεπέραστος 2, απαραβίαστος 3):
    • ~ νόμος, όρκος |
    • απαράβατη αρχή, προϋπόθεση |
    • απαράβατο δικαίωμα inalienable right |
    • απαράβατο καθήκον irremissible duty |
    • ~ κανόνας hard and fast rule |
    • ο M. Kωνσταντίνος δεν ξεχνούσε το τάξιμο της μητέρας του, που του 'χε αφήσει σαν απαράβατη διαθήκη (ATarsouli) |
    • φαντάζομαι ότι μεταξύ διαφόρων φαινομένων υπάρχουν κανονικές κι απαράβατες σχέσεις (Lambridi) |
    • η καθαριότητα είναι όρος ~ της καθημερινής ζωής (Karantonis)

[fr postmed (Somavera), MG απαράβατος ← PatrG, K (also pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες