Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξιωτικός, -ή, -ό [apaksiotikós] (L)
- reducing the value of sth, making or considering sth worthless, depreciatory:
- η υποκοριστική κατάληξη δεν έχει απαραίτητα απαξιωτικό χαρακτήρα (Stathis) |
- η απαξιωτική θεωρία του κράτους προβλέπει ότι το κράτος θα είναι περιττό και θα εκλείψει (Despotop, adapted)
[fr kath (neol) απαξιωτικός, der of *απαξιωτός (: απαξιώ)]
- reducing the value of sth, making or considering sth worthless, depreciatory:



