Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαξιωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απαξιωτικός, -ή, -ό [apaksiotikós] (L)
  • reducing the value of sth, making or considering sth worthless, depreciatory:
    • η υποκοριστική κατάληξη δεν έχει απαραίτητα απαξιωτικό χαρακτήρα (Stathis) |
    • η απαξιωτική θεωρία του κράτους προβλέπει ότι το κράτος θα είναι περιττό και θα εκλείψει (Despotop, adapted)

[fr kath (neol) απαξιωτικός, der of *απαξιωτός (: απαξιώ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go