Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απανωτά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απανωτά [apanotá] adv (πανωτά & επανωτά)
  • ① on top of one another:
    • χρονιά με χρονιά θα πυργώσει επανωτά τα μνημεία του δημοτικού λόγου (Melas) |
    • τελειοποίησαν τη χρωμογραφία βάζοντας ~ χρωματικούς τόνους (Evelpidis) |
    • οι εντυπώσεις βγαίνουν μπερδεμένες, σα διαφορετικές θέες αποτυπωμένες ~ στην ίδια φωτογραφική πλάκα (Ouranis) |
    • poem .. μας πετάξαν στα καράβια, ~ τη μια στην άλλη (Ritsos)
  • ② following upon one another, in rapid succession, successively (syn L αλλεπάλληλα):
    • καπνίζει, πίνει ~ |
    • ο τάδε και ο δείνα ήρθαν ~ |
    • της πέσαν συμφορές ~ |
    • μια κρίση ξαφνική, μια δεύτερη ~· μέσα σε δέκα λεπτά ξεψύχησε (Petsalis) |
    • poem φαρμακερές σαγίτες έριχνε στους Aχαιούς, κ' εκείνοι | πεθαίναν πανωτά (Homer Il 1.383 Kaz-Kakr)
  • ③ in succession, several times, repeatedly (syn phr L κατ' επανάληψη, syn L επανειλημμένα):
    • βλαστήμησε, έβηξε, φώναξε ~ |
    • τον μαχαίρωσε, τον φίλησε ~ |
    • ακούγονται τα ράμφη των πουλιών, που χτυπούν ~ στη λαμαρίνα (Glezos) |
    • poem .. κάθε βράδυ | πιάναν ψιλή κουβέντα κι ~ κερνούσαν | φλόγα από τσικουδιά το θάνατο (Metsolis)

[fr postmed (Kriaras' Lex) επανωτά, der of επανωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες