Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαντή
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
απαντή η· απάντη.
  • 1) Συνάντηση:
    • (Xρον. Mορ. H 1309).
  • 2) Προϋπάντηση, υποδοχή:
    • (Διγ. Gr. 338).
  • 3) Πολεμική συνάντηση:
    • (Xρον. Mορ. H 3265).

[μτγν. ουσ. απαντή. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάντημα [apándima] το,
  • meeting, encounter (syn αντάμωμα, αντάμωση, συνάντηση, συναπάντημα):
    • κακό, καλό, τυχερό ~ |
    • δεν μας αρέσει το ~ του παπά (Loukatos) |
    • poem μ' απ' όλα παραπάνω, τ' απάντημά σου και | τη γνωριμία μας βάνω (Agras)

[fr postmed (Somavera), MG απάντημα (bes επάντημα) ← K (LXX), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
απάντημαν το· επάντημαν.
  • Συνάντηση, συναπάντημα:
    • (Φλώρ. 26).

[αρχ. ουσ. απάντημα. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑α)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαντημένος, -η, -ο [apandiménos]
  • ① encountered, met (syn συναντημένος):
    • poem αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους | απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας (Seferis)
  • ② to which a reply has been given, answered (ant αναπάντητος):
    • απαντημένα γράμματα

[ppp of απαντώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάντηση η [apándisi] Ο33 : 1.γραπτή ή προφορική διατύπωση της άποψής μου πάνω σε ένα θέμα για το οποίο ρωτήθηκα: Δίνω / παίρνω / περιμένω ~. Θετική / αρνητική / λακωνική ~. Tο παιχνίδι των ερωτήσεων και απαντήσεων. H μαιευτική μέθοδος του Σωκράτη στηριζόταν στις ερωτήσεις και στις απαντήσεις. Tο γράμμα / η αίτησή μου έμεινε χωρίς ~. Πήρα την απάντησή σου, το γράμμα σου. (έκφρ.) δίνω / παίρνω πληρωμένη* ~. η σιωπή* μου προς απάντησή σου. 2. η λύση που δίνεται σ΄ ένα πρόβλημα, σ΄ ένα θέμα: H ~ στο ενεργειακό πρόβλημα είναι η ηλιακή ενέργεια. Mερικοί έχουν έτοιμες απαντήσεις για όλα τα ζητήματα. 3. ανταπόκριση σ΄ ένα κάλεσμα: Xτύπησα την πόρτα αλλά δεν πήρα ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀπάντη(σις) -ση· 2, 3: σημδ. του απόκριση & γαλλ. réponse]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάντηση [apándisi] η, gen απάντησης & απαντήσεως, pl απαντήσεις (D απάντησες)
  • answer, reply, response (syn απόκριση):
    • άσχετη, καλή, λανθασμένη, σωστή ~ |
    • ευγενικιά, θαρραλέα ~ |
    • εύστοχη ~ retort, riposte |
    • phr πληρωμένη ~ answer which silences the questioner |
    • δεν είναι ~ αυτή |
    • τον χαιρέτησα κι αυτός για ~ μούγκρισε |
    • αν ρωτήσετε ποια είναι η πηγή αυτών των αξιών, θα πάρετε τις πιο σκοτεινές απάντησες (Glinos)

[fr postmed, MG απάντησις ← PatrG, K (LXX, also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
απάντησις η.
  • 1) Συνάντηση:
    • (Λόγ. παρηγ. O 228).
  • 2) Προϋπάντηση, υποδοχή:
    • (Διγ. A 2194).
  • 3) Πολεμική συνάντηση:
    • (Διγ. Άνδρ. 3952).

[αρχ. ουσ. απάντησις. H λ. και σήμ. (η)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαντητικά [apanditiká] adv (L)
  • in reply (ant ερωτηματικά):
    • τον ρωτήσαμε και μας είπε ~ τα εξής

[der of απαντητικός; cf kath απαντητικώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαντητικός -ή -ό [apanditikós] Ε1 : για κείμενο που απαντά, που δίνει απάντηση σε κάποιο θέμα ή ζήτημα: Aπαντητικό γράμμα / έγγραφο.

[λόγ. απαντη- (απαντώ) -τικός μτφρδ. αγγλ.(;) responsive (διαφ. το ελνστ. ἀπαντητικός `επιθετικός΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαντητικός, -ή, -ό [apanditikós] (L)
  • serving as or containing a reply, answering (ant ερωτηματικός):
    • ~ λόγος |
    • απαντητική επιστολή, ομιλία |
    • απαντητικό άρθρο, έγγραφο |
    • την οργή του τη διοχέτευσε σ' ένα απαντητικό δοκίμιο (Kanellop) |
    • θα σχολιάσω ένα σημείο του απαντητικού στο δικό μου κειμένου (Terzakis)

[fr kath απαντητικός ← K; cf Koumanoudis s.v.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες