Combined Search
| 5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανέμι [apanémi] το,
- place sheltered fr wind, lee (syn απάγκειο, απανεμιά 2, απάνεμο 1):
- στάζοντας απ' το νερό ρίχτηκαν σε κάτι πευκάκια σ' ~ κι ανάψανε φωτιά να στεγνώσουν (Petsalis) |
- πάνω στον τοίχο ακουμπούσε, στ' ~, ένα ψωροκάλυβο (id.)
[fr MG *υπηνέμιν, substantiv. n of K, AG Ξπηνέμιος -ία -ιον, w. interference of syn ἀπάγκειο concerning ἀπα-]
- place sheltered fr wind, lee (syn απάγκειο, απανεμιά 2, απάνεμο 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απανεμιά η [apanemná] Ο24 : απουσία ανέμου: Έπιασε ~ και δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε. Πέσαμε σ΄ ~.
[μσν. απανεμιά < απανεμία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απάνεμ(ος) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- απανεμία η· απανεμιά.
-
- Tόπος που προστατεύεται από τον άνεμο·
- (μεταφ.) προστασία, περιποίηση:
- (Pιμ. Aπολλων. [875]).
- (μεταφ.) προστασία, περιποίηση:
[<επίθ. απάνεμος + κατάλ. ‑ία. O τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. H λ. σε σχόλ. (DGE)]
- Tόπος που προστατεύεται από τον άνεμο·
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανεμιά [apanemjá] η, (& Kazantz πανεμιά)
- ① lack of wind, windlessness, calmness (syn κάλμα, μπουνάτσα, L νηνεμία):
- το κρύο περούνιαζε, μ' όλη την ~ (Prevelakis) |
- το πρωί με τη λιόκρουση πέφτει μεγάλη στον κόρφο ~, μα τ' απογιόματα καλοφρεσκάρει (Vlami) |
- τις απανεμιές με τις υγρές ζέστες τις ακολούθησαν μελτέμια δυνατά (Karagatsis) |
- poem της λίμνης τα νερά στην πανεμιά σύβυθα χοχλακίζαν (Kazantz Od 15.1279) |
- κ' η ταπεινή ζωή, κρυφτή σ' απανεμιές και μπόρες, | κρατά βαθιά τον έρωτα κλ (Golfis)
- ② place sheltered fr the wind, lee (syn in απανέμι):
- σαράντα καλύβια είναι φωλιασμένα σε κάποιαν άλλη ~ της βουνοθάλασσας (Petsalis)
[fr postmed απανεμιά ← MG απανεμία ← K *Ξπηνεμία]
- ① lack of wind, windlessness, calmness (syn κάλμα, μπουνάτσα, L νηνεμία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανεμίζω [apanemízo] region. (IonIsl,
- Aegean etc) be sheltered or find shelter fr wind (syn απαγκειάζω):
- κάθισε εδώ που απανεμίζει λίγο |
- το καΐκι μπήκε στο λιμάνι ν' απανεμίσει
[fr postmed απανεμίζω, der of απάνεμος]
- Aegean etc) be sheltered or find shelter fr wind (syn απαγκειάζω):



