Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαλοιφή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαλοιφή η [apalifí] Ο29 : (λόγ.) απάλειψη. || (μαθημ.) ~ παρανομαστών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαλοιφή `απάλειψη΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλοιφή [apalifí] η, (L) math
  • procedure whereby a quantity is made to disappear fr an equation, elimination:
    • ~ αγνώστων, μεταβλητών |
    • πηλίκα απαλοιφής |
    • ~ των παρονομαστών εξισώσεως clearing an equation of fractions

[fr kath απαλοιφή ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες