Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαθώς [apaθós] adv
- coolly, calmly, impassively, dispassionately (syn ατάραχα):
- τους αποκρινόταν απαθέστατα (Xenop) |
- συνέχιζαν το δρόμο τους απαθέστατα (Melas) |
- o Shelley μη ξέροντας κολύμπι εσταύρωσε ~ τα χέρια· αυτή η κίνηση είχε κάμει στον Mπάυρον ηρωικήν εντύπωση (Palam) |
- άξαφνα βλέπει τον Aντώνη να λοξεύει και με το πάσο του πάντα, ~, να τον πλησιάζει (Xenop) |
- ω, παλιά δουλειά, έκαμε ~ ο μόρτης (id.) |
- ~ και απλούστατα βάζει το παιδί του να πιάσει το γέρο από τα χέρια να τον ξαρματώσει (Athanasiadis-N)
[fr kath απαθώς ← K & PatrG ἀπαθῶς]
- coolly, calmly, impassively, dispassionately (syn ατάραχα):



