Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέχων
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
απέχων1 [apéxon] ο, (L)
  • a person abstaining fr work, fr a vote etc:
    • όλοι οι σύμμαχοί μας περιλαμβάνονταν στους απέχοντες, εκτός από τις HΠA, που ψήφισαν κατά (Christidis)

[fr kath απέχων, substantiv. m of prp of απέχω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απέχων2, -ουσα, -ον [apéxon] (L) engineer etc
  • measured at right angles fr a line, offset

[fr kath απέχων, prp of απέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες