Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέραντος -η -ο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
απέραντος, επίθ.
  • Έκφρ. εις απέραντον = στο διηνεκές:
    • εις απέραντον, τουτέστιν πάντοτε (Eλλην. νόμ. 566).

[αρχ. επίθ. απέραντος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απέραντος -η -ο [apérandos] Ε5 : 1.που είναι τόσο μεγάλος σε έκταση, ώστε μοιάζει να μην έχει τέλος: ~ ουρανός. Aπέραντη θάλασσα / έρημος. || με έμφαση: Aπέραντο σπίτι. Aπέραντη αίθουσα. 2. (μτφ.): Aπέραντη υπομονή / καλοσύνη. Aπέραντο θάρρος. Tο θέμα είναι απέραντο, ανεξάντλητο.

[λόγ. < αρχ. ἀπέραντος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απέραντος, -η, -ο [apérandos] (L)
  • ① of infinite number or quantity, infinite (syn άπειρος2 1):
    • math απέραντη ακολουθία infinite sequence |
    • η μονάδα θεωρείται ως άθροισμα της απέραντης σειράς 1/2, 1/4, 1/8 κλ (Lambridi, adapted) |
    • την έκταση της ιστορικής ενότητας μπορούμε να φαντασθούμε οσοδήποτε μεγάλη, όχι όμως και απέραντη (Papanoutsos)
  • ② boundless, limitless, farflung (syn άπειρος2 3):
    • ~ ουρανός |
    • απέραντη γη, έκταση, ήπειρος, προοπτική, χώρα |
    • απέραντο κράτος, σύμπαν, τοπίο, χάος |
    • έζησαν αιώνες ολόκληρους στο περιθώριο της πολιτικής ζωής της απέραντης αυτοκρατορίας (Vacalop) |
    • ο δικός μας κόσμος είναι πολύ πιο μεγάλος απ' ό,τι τον φανταζόμαστε, αληθινά ~ (Chatzinis) |
    • poem .. πνίγεται στο φλοίσβημα | του βραδιασμένου, απέραντου ωκεανού (Vrettakos)
  • ⓐ fig unlimited, unrestricted, boundless, infinite (syn απεριόριστος 1):
    • απέραντη αγάπη, γαλήνη, ελευθερία, σιωπή |
    • το απέραντο έλεος του θεού |
    • η φιλοξενία των Aιθιόπων είναι απέραντη |
    • η μνήμη του είναι απέραντη |
    • η ατομική ενέργεια έχει απέραντες δυνατότητες |
    • πηγαίνουμε απ' το γνωστό, που είναι περιορισμένο, στο άγνωστο, που είναι απέραντο (Evelpidis) |
    • ο απροσδιόριστος αέρας της μορφής του περιέχει ανθρωπιά απέραντη και καταστροφή (Theotokas, adapted) |
    • η απέραντη αφοσίωσή μου στο πρόσωπό σου μου έδωσε την τόλμη να κάνω τέτοια πρόταση (Roussos) |
    • ο Γρυπάρης είχε πίστη απέραντη στη δύναμη του λόγου (Chatzinis)
  • ③ immense, vast, huge (syn πελώριος, τεράστιος):
    • ~ κάμπος |
    • απέραντη αίθουσα, ακρογιαλιά, αυλή, πλαγιά |
    • απέραντες αποστάσεις, φυτείες |
    • απέραντες δυσκολίες, ευθύνες, προσπάθειες |
    • απέραντο βάθος, κτήμα, περιβόλι, πλήθος, σπίτι |
    • μεγάλη και απέραντη αγκαλιά |
    • το θέμα είναι απέραντο the subject is vast, inexhaustible (near-syn ανεξάντλητο) |
    • έξω απ' τα εργοστάσια, ένας ~ τόπος έχει κατακαλυφθεί από αυτοκίνητα (Venezis) |
    • για να φτάσω εκείνο το βράδυ στο θέατρό μου έκαμα έναν απέραντο γύρο (Athanasiadis-N) |
    • ήταν κ' ένας άλλος οντάς, ανοιχτός από το ένα μέρος μ' ένα απέραντο παράθυρο (Petsalis) |
    • poem καλύτερα τώρα κ' εμείς να τελειώσουμε, | στο απέραντο κύμα κ' εμείς να ταφούμε (Skipis) |
    • μα τίποτε ποτέ δε θα γεμίσει | της ζωής τους το απέραντο κενό (Athanas)
  • ⓑ extremely long, endless (syn άπειρος2 3b, ατέλειωτος):
    • ~ δρόμος, κατάλογος |
    • απέραντη μοναξιά, πορεία, σκάλα |
    • απέραντο διάστημα, ταξίδι |
    • τολμηρές απέραντες περιηγήσεις |
    • ονειροπολούσα μακρόστιχα φιλοσοφικά τραγούδια απέραντα (Palam) |
    • αναρίγησε όπως αναριγάει κανένας μπροστά σε μιαν απέραντη απαντοχή (KPolitis) |
    • ο χρόνος της υπομονής είναι λίγος και οι αιώνες της βασιλείας των ουρανών απέραντοι (Vacalop) |
    • poem μεσ' των πλασμάτων τις ψυχές το απέραντο αύριο αστράφτει (FPolitis)
  • ④ extremely great, immeasurable, measureless (syn άμετρος A1):
    • ~ θαυμασμός, μόχθος, οίκτος, πλούτος, πόνος, φόβος |
    • απέραντη γλύκα, ευγνωμοσύνη, ηδονή, στοργή, χαρά |
    • απέραντη θλίψη, μελαγχολία, οδύνη, σοφία |
    • απέραντο βιος, δέος, υλικό |
    • απέραντη σύγχυση των πολιτικών προβλημάτων |
    • νοιώθω απέραντη απογοήτευση |
    • έχει απέραντες γνώσεις |
    • έδωσε την πανηγυρική απόδειξη της απέραντης αδιαφορίας των υπευθύνων (Psathas) |
    • ο ειδικός έχει σήμερα εξαντλητική γνώση σε ένα τομέα και απέραντη άγνοια για όλους τους άλλους τομείς (Theodorakop) |
    • ένας ~ πόθος του φούσκωνε την καρδιά των άδειων ναών (Papatsonis)

[fr kath απέραντος ← MG, PatrG ← K, AG ἀπέραντος, cpd w. *περαντός, as in (Aristotle) ἀσυμπέραντος etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεραντοσύνη η [aperandosíni] Ο30α : η ιδιότητα του απέραντου1: H ~ του ουρανού / της θάλασσας. Aγνάντευαν τη γαλάζια ~ του πελάγου.

[λόγ. απέραντ(ος) -οσύνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεραντοσύνη [aperandosíni] η, (L)
  • ① boundlessness, limitlessness, infiniteness (syn άπειρο 2):
    • η ~ του διαστήματος, του ουράνιου θόλου, του πλανήτη, του σύμπαντος |
    • η ~ της ερήμου, του ορίζοντα, του πελάγου, της στέπας, του ωκεανού |
    • η ~ της αιωνιότητας, της ελευθερίας, της επιστήμης, του πνεύματος, της σιωπής |
    • αδειανή, γαλάζια ~ |
    • άβυσσος απεραντοσύνης |
    • ~στο χώρο και στο χρόνο |
    • δίνει εντύπωση απεραντοσύνης |
    • έδειξαν τι ~ έχει το θέμα |
    • ο λόγος δίνει μορφή στην ιδέα, και στη μορφή την ~ του ύψους (Palam) |
    • αδύνατο να συλλάβει κανείς την ~ του συγκινησιακού βίου του ανθρώπου (Papanoutsos) |
    • o αληθινός θεός έδωσε στη δημιουργία του τη δική του ~ (Dimaras) |
    • poem .. μέσα | στων ουρανών απλώνονται την ~ | του ηλιού τα βασιλέματα (Palam) |
    • ζητάει ν' απλώσει τα φτερά | στην ~ (Xydis)
  • ⓐ wide open space, expanse (syn ανοιχτοσύνη 1, ανοιχτωσιά, απλοχωριά):
    • άσπαρτες, ανόργωτες απεραντοσύνες |
    • η πλουτοφόρα ~ της θεσσαλικής γης |
    • παντού στα βουνά έβλεπες φαντάρους να ψάχνουν το δρόμο τους μέσα στην άσπρη ~ (Terzakis) |
    • μια ~ απλωνόταν πέρα απ' τη στεριά (Prevelakis) |
    • βάζει τους μαστόρους κι απλώνουν στις αμμουδιές την ~ της πέτρας (Panagiotop) |
    • κόβουν σε συμμετρικά τετράγωνα τις πράσινες απεραντοσύνες (Karantonis)
  • ② great size, immensity, hugeness (syn phr υπερβολικό μέγεθος):
    • ο δρόμος και η ~ της πολιτείας μάς φοβίζουν όπως ο πόλεμος (Loukatos) |
    • δεν καταλαβαίνει κανείς την ~ του θείου αυτού οικοδομήματος (Athanasiadis-N) |
    • δε χάνεσαι ποτέ μέσα στην ~ του Παρισιού (Chatzinis)
  • ⓑ great amount, quantity or degree, immensity (syn απειρία2 2):
    • η ~ της ανθρώπινης γνώσης |
    • ο πλούτος του λεξιλογίου του είναι ανάλογος προς την ~ των αναγκών του (Dimaras) |
    • κάθε μέρα είναι ποτισμένη με την ~ της μοναξιάς (Karagatsis) |
    • poem χαιρόμουνα της δίψας μου την ~ (Palam)

[der of απέραντος w. suff -σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες