Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απάμβλυνση η [apámvlinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαμβλύνω. ANT όξυνση: H ~ των αισθήσεων κατά το γήρας.
[λόγ. απαμβλύν(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάμβλυνση [apámvlinsi] η, (L)
- blunting, mitigation, alleviation (syn in άμβλυνση):
- η απάλειψη ή έστω η ~ των συνεπειών των διχασμών |
- συμβολή της κοινωνικής προνοίας στην ~ της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας
[fr kath (neol Koumanoudis) απάμβλυνσις, der of απαμβλύνω]
- blunting, mitigation, alleviation (syn in άμβλυνση):



