Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αουρία [auría] η, (L)
- no excretion of urine, anuria:
- η κατάσταση είναι απελπιστική, ο ασθενής έχει απόλυτη ~ (Petsalis, adapted)
[fr kath αουρία bes ανουρία (this latter neol]
- no excretion of urine, anuria:



