Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αοριστολογία η [aoristolojía] Ο25 : λόγος που περιέχει ασάφειες και γενικότητες· ασάφεια στη διατύπωση, αοριστία: Στη συγκεκριμένη κατηγορία, αυτός απάντησε με αοριστολογίες.
[λόγ. αόριστ(ος) (επίθ.) -ο- + -λογία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αοριστολογία [aoristoloyía] η,
- ① (L) speaking in vague words, vague wording, ambiguity (syn phr αόριστη διατύπωση, ant σαφήνεια και ακρίβεια λόγου):
- δεν υποστηρίζω ότι η ~ έχει κατά κανόνα κίνητρα όχι πολύ καθαρά (Papanoutsos) |
- το θέμα της ομορφιάς και το θέμα της αλήθειας .. Nομίζω είναι το άλυτο ζήτημα που θα απασχολεί τη σκέψη, χωρίς να βρίσκεται ικανοποιητική διέξοδος έξω από κάποιες φιλολογικές θεωρήσεις, που η αξία τους δεν ξεπερνά τη λεχτική τεχνική και την ικανότητα της αοριστολογίας (NAthanasiadis)
- ② vague and unclear word, ambiguity (syn αοριστία 2, ant σαφής και ακριβής λόγος):
- ορθοφρονεί εκείνος που διατυπώνει με ακρίβεια τις παρατηρήσεις και τις κρίσεις του, χωρίς περιστροφές και αοριστολογίες, καθαρά, θετικά, σταράτα (Papanoutsos) |
- μας λέγει διαρκώς αοριστολογίες |
- χρησιμοποίησε αοριστολογίες στις απαντήσεις του |
- ακούγονται υπεκφυγές και αοριστολογίες στον OHE |
- στα ατράνταχτα επιχειρήματα ο άνθρωπος απαντούσε μ' αοριστολογίες (Ouranis) |
- αγανακτούσε, όταν σκόνταφτε σε έλλειψη τιμιότητας και σε αοριστολογίες (Karouzos) |
- το ζήτημα αυτό ακόμα κάνει θραύση στα πανεπιστήμια κ' έδωκε αφορμή σε αμέτρητες αοριστολογίες (Lambridi)
[fr kath (neol) αοριστολογία, der of αοριστολόγος]
- ① (L) speaking in vague words, vague wording, ambiguity (syn phr αόριστη διατύπωση, ant σαφήνεια και ακρίβεια λόγου):



