Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αοράτως, επίρρ.
-
- Xωρίς να φαίνεται, να γίνεται ορατό κ.:
- αοράτως ήκουσαν ψαλμούς (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1018).
[μτγν. επίρρ. αοράτως. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Xωρίς να φαίνεται, να γίνεται ορατό κ.:



