Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξύπνητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αξύπνητα [aksípnita] adv
  • ① without waking, soundly:
    • poem κ' ένα σεντόνι πήραν κ' έστρωσαν να κοιμηθεί ο Oδυσσέας | ~· κι ατός του ανέβηκε κι απόγειρε στο στρώμα δίχως μιλιά (Homer Od 13.75 Kaz-Kakr)
  • ② w. a sleep that knows no waking, in death:
    • πόσοι και πόσοι δεν πλάγιασαν έτσι ~! (Karkavitsas) |
    • στρώνει τα κρυσταλλένια κρεβάτια της, για να πλαγιάσει ~ εκείνους που ζηλεύουν τα πλούτη της (id.) |
    • poem σ' άσπρη τώρα ταφόπετρα είναι γραμμένο επάνω, και αποκάτω ~ κοιμάται Eκείνη (Gryparis) |
    • έχω καιρό τον ύπνο να χορτάσω | μ' ένα γέλιο κ' εκείνη απολογιέται, | όταν σε λίγο ~ πλαγιάσω (Markoras)

[der of αξύπνητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go