Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξιόχρεο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιόχρεο [aksióxreo] το, (L) commerce, law etc
  • ability to pay debts, solvency:
    • το ~ της εταιρίας είναι γνωστό στην αγορά

[fr kath το αξιόχρεον, substantiv. n of K (also pap), AG ἀξιόχρεος / Attic ἀξιόχρεως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιόχρεος -η -ο [aksióxreos] Ε5 : (οικον.) που είναι συνεπής, που ανταποκρίνεται στις οικονομικές του υποχρεώσεις, άξιος εμπιστοσύνης, φερέγγυος: ~ οφειλέτης / εγγυητής.

[λόγ. < αρχ. ἀξιόχρε(ως) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιόχρεος, -η, -ο [aksióxreos] (sp. also αξιόχρεως) (L) commerce, law etc
  • able to pay debts, solvent (near-syn αξιόπιστος 2):
    • ~ έμπορος |
    • αξιόχρεη εταιρία |
    • poem άφησέ με, κ' εγώ δύο εγγυητές αξιόχρεους θα σου βάλω (Stavrou Ar)

[fr kath ← K (also pap), AG ἀξιόχρεος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go