Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιόποινος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιόποινος -η -ο [aksiópinos] Ε5 : για τον οποίο πρέπει να επιβληθεί ποινή, τιμωρία, συνήθ. για παραβίαση του ποινικού νόμου: H κλοπή / η ψευδορκία είναι αξιόποινη πράξη.

[λόγ. αξιο- + ποιν(ή) -ος μτφρδ. γαλλ. digne de punition (διαφ. το ελνστ. ἀξιόποινος `που τιμωρεί δίκαια΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιόποινος, -η, -ο [aksiópinos] (L)
  • deserving punishment, punishable, criminal (syn αξιοτιμώρητος):
    • αξιόποινη δήλωση, πράξη |
    • αξιόποινο αδίκημα |
    • ο πληθυσμός συντηρεί υψηλήν εγκληματικότητα, σκεπάζει τις αξιόποινες πράξεις, προφυλάει τους ενόχους κλ (Theotokas)

[fr kath αξιόποινος ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες