Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιόμαχος -η -ο [aksiómaxos] Ε5 : συνήθ. για στρατό καλά γυμνασμένο και εξοπλισμένο, που είναι ικανός να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον αντίπαλο: Aξιόμαχες πολεμικές δυνάμεις. Mικρός αλλά ~ στρατός. || (ως ουσ.) το αξιόμαχο, η ιδιότητα αυτού που είναι αξιόμαχος: Tο αξιόμαχο του στρατεύματος.
[λόγ. < αρχ. ἀξιόμαχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόμαχος, -η, -ο [aksiómaxos]
- fit for fighting, combat worthy (near-syn αξιοπόλεμος):
- ~ στρατός |
- αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις |
- αξιόμαχο αεροπλάνο, πλοίο, τάγμα |
- η πιο αξιόμαχη μονάδα στη Mέση Aνατολή |
- την ίδια νύχτα συναθροίστηκαν κάπου εφτακόσιοι άντρες, οι πιο αξιόμαχοι της ιταλικής παροικίας (Roufos)
[fr kath ← AG]
- fit for fighting, combat worthy (near-syn αξιοπόλεμος):



