Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιόγραφο το [aksióγrafo] Ο40 : (οικον.) έγγραφο που αντιπροσωπεύει κάποια αξία.
[λόγ. αξί(α) -ο- + -γραφον, ουδ. του -γραφος κατά το χρεόγραφον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόγραφο [aksióγrafo] το, usu pl αξιόγραφα τα, (L) stock exch
- securities (syn αξίες, χρεόγραφα):
- αγοράζω, πουλάω αξιόγραφα |
- δίκαιο των αξιογράφων securities law
[fr kath (neol) αξιόγραφον, cpd of αξία w. -γραφον based on χρεόγραφον; cf PatrG ἀξιόγραφος 'worth recording']
- securities (syn αξίες, χρεόγραφα):



