Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοπρέπεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιοπρέπεια η [aksioprépia] Ο27 : η ιδιότητα του αξιοπρεπούς: Είναι άνθρωπος χωρίς ~. Δεν είχε πάνω του ίχνος αξιοπρέπειας.

[λόγ. < μσν. αξιοπρέπεια < αξιοπρεπ(ής) -εια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοπρέπεια [aksioprépia] η,
  • ① self-esteem, dignity (ant αναξιοπρέπεια, μικροπρέπεια, μικρότητα):
    • ανθρώπινη, διοικητική, εθνική, οικογενειακή, πολιτική ~ |
    • η ~ του ατόμου, των λαών, των υπαλλήλων |
    • γράμμα γεμάτο ~ |
    • διατηρώ, κρατώ, υπερασπίζομαι την αξιοπρέπειά μου |
    • αυστηρή οικογένεια, με ανατροφή, με περηφάνεια, με ~ |
    • όταν κανείς είναι ικανός να εργασθεί, η ~ του επιβάλλει να μη δέχεται ευεργεσίες |
    • ήξερε τι γινόταν στα ξεπεσμένα αρχοντικά, όταν έμπαινε η μεγάλη φτώχεια και πάλευε με τη μεγάλη ~ (Xenop) |
    • πλανιέται στη σκιά των παλιών πολιτειών ανάμεσα σε πράγματα παλιά όλο ~ και θλίψη (Xefloudas)
  • ② proper behavior, decorum, seemliness, propriety (syn ευπρέπεια, ant απρέπεια):
    • συμπεριφέρθηκε με ~ |
    • είπε με λυγμούς αλλά και με ~ τα νέα της |
    • καταστήματα και δημόσια γραφεία κλείσαν από νωρίς κι ο κόσμος διαμαρτυρήθηκε μ' ~ (ChZalokostas)
  • ⓐ decency, adequacy:
    • με ~ decently, adequately |
    • ως γιατρός της Aυλής δεν είχε πια ανάγκη την ιδιωτική πελατεία για να συντηρήσει με ~ την οικογένειά του (Louros)

[fr postmed (Somavera) αξιοπρέπεια ← MG, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες