Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιολογία η [aksiolojía] Ο25 : (φιλοσ.) κλάδος της γνωσιολογίας που ασχολείται με την εξέταση και τον προσδιορισμό των ηθικών κυρίως αξιών.
[λόγ. < γαλλ. axiologie < αρχ. ἄξιο(ς) + -logie = -λογία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιολογία [aksioloyía] η, (L)
- ① philos theory or study of values, axiology:
- το τρίτο μέρος της φιλοσοφίας είναι η πραχτική φιλοσοφία, η ηθική ή, όπως το ονομάζουν τελευταία μ' ένα γενικότερο όρο, ~ (Theodoridis)
- ② set of values, value system:
- ηθική, θρησκευτική, κοινωνική, ψυχική ~ |
- όλη η σύγχυση του αιώνα πηγάζει από την προσπάθεια ν' αντικατασταθεί η ~του παρελθόντος από μιαν άλλη (Panagiotop) |
- ύστερα από τον κατακερματισμό των καθολικών αξιών κάθε άτομο έχει τη δική του ~ (Tsatsos, adapted)
- ③ evaluation (syn αξιολόγηση 1):
- ~ της ζωής του ανθρώπου |
- δίχως τη μεθοδολογία της ιστορικής επιστήμης η φιλοσοφία της ιστορίας δεν μπορεί να προχωρήσει στην εσωτερική ~ του ιστορικού γίγνεσθαι (Theodorakop)
[der of αξιόλογος]
- ① philos theory or study of values, axiology:



