Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοκρατικός -ή -ό [aksiokratikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αξιοκρατία ή που έχει σχέση με αυτήν: Aξιοκρατικά κριτήρια. Aξιοκρατικές επιλογές.
αξιοκρατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αξιοκρατ(ία) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοκρατικός, -ή, -ό [aksiokratikós] (L)
- ① governed by values, meritocratic:
- πέραν από την απλή φυσική νομοτέλεια ο άνθρωπος ανοίγει άλλον δρόμο, αξιοκρατικό (Theodorakop, adapted)
- ② polit sc based on merit, meritocratic:
- αξιοκρατικά κριτήρια επιλογής |
- η τοποθέτηση του X. ως του νέου αρχηγού του ΓEΣ θεωρείται ορθή και αξιοκρατική |
- η επιλογή και η εξέλιξη των επιστημόνων είναι αξιοκρατική, δηλαδή εξαρτάται από την ποιότητα και τη σημασία του επιστημονικού τους έργου (IPesmazoglou)
[neol, der of αξιοκρατία]
- ① governed by values, meritocratic:



