Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξιοθρήνητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοθρήνητα [aksioθrínita] adv (L)
  • lamentably, pitifully, ruefully (syn αξιολύπητα, θλιβερά):
    • ~ άρρωστος, γυμνός |
    • μια καινούργια σκλαβιά θα ψαλίδιζε ~ τα φτερά κάθε δημιουργίας (Chatzinis) |
    • τα μαύρα ράσα τους και τα μαβιά σκουφιά είχαν κάτι το ~ξεθωριασμένο (Ouranis)

[der of αξιοθρήνητος; cf kath (neol Koumanoudis) αξιοθρηνήτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go