Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιακός, -ή, -ό [aksiakós] (L) philos
- pertaining to or based on values, axiological (near-syn αξιολογικός):
- κλήση για συνειδησιακή έγερση και αξιακή θεώρηση της πράξης (Kelesidou-G) |
- το αξιακό περιεχόμενο των πράξεων ή των βιώσεων αυτών παραμένει στην κοινωνία (Despotop)
[neol, der of αξία w. suff -κός; cf αρτηριακός, γωνιακός, ουσιακός etc]
- pertaining to or based on values, axiological (near-syn αξιολογικός):



