Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιακός, -ή, -ό [aksiakós] (L) philos
  • pertaining to or based on values, axiological (near-syn αξιολογικός):
    • κλήση για συνειδησιακή έγερση και αξιακή θεώρηση της πράξης (Kelesidou-G) |
    • το αξιακό περιεχόμενο των πράξεων ή των βιώσεων αυτών παραμένει στην κοινωνία (Despotop)

[neol, der of αξία w. suff -κός; cf αρτηριακός, γωνιακός, ουσιακός etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go