Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεχώριστα [aksexórista] adv
- ① without separation, inseparably, indivisibly (syn in αξεδιάλυτα1, ant ξεχωριστά, χωριστά):
- ο επιστήμονας είναι ~ δεμένος με τον τόπο του |
- νιάτα και γεράματα πρέπει να περιλαμβάνονται σφιχτά, σχεδόν ~, μέσα στην ποιητική τέχνη (Palam, adapted) |
- φύση, τέχνη, ιστορία και παράδοση είναι ~ συνταιριασμένες σ' αυτό το τελευταίο προπύργιο του βυζαντινού ελληνισμού (Panagiotop) |
- poem δένουμε ~ την κινητή με την | ακίνητη ανυπαρξία (Decavalles)
- ② without discrimination or distinction, indistinguishably (ant ξεχωριστά):
- ο Λεοπάρδης ήταν ~ και φιλόσοφος και ποιητής (Palam) |
- λατρευτικοί και μαγικοί χοροί, ~, ήταν οι χοροί γύρω από τη φωτιά (Loukatos) |
- όλα τα αισθήματα που εμπνέουνε τον Aθάνα διατυπώνουνται ~ από τα χρώματα και τα ηθογραφικά στοιχεία του τόπου του (Karantonis) |
- poem μα ατός του τ' αγαθά ~ μοιράζει στους ανθρώπους, | σε ταπεινούς μαθές και σε άρχοντες (Homer Od 6.188 Kaz-Kakr) |
- λατρεύει τους λογής και κάθε ορμής προφήτες | ανάκατα,~, κ' έξω από κάθε τόπο (Palam)
[fr postmed (Somavera) αξεχώριστα, der of αξεχώριστος]
- ① without separation, inseparably, indivisibly (syn in αξεδιάλυτα1, ant ξεχωριστά, χωριστά):



