Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξεκούμπωτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αξεκούμπωτος s. ξεκούμπωτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξεκούμπωτος -η -ο [aksekúmbotos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν ξεκουμπώσει, που δεν είναι ξεκουμπωμένος. 2. (προφ.) ξεκούμπωτος: Mη βγαίνεις έξω ~, θα γυρίσεις κρυωμένος.

[1: α- 1 ξεκουμπώ(νω) -τος· 2: α-13 ξεκούμπωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες