Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξεδιάλυτα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αξεδιάλυτα1 [akseðjálita] adv
  • inseparably, closely (syn αδιαχώριστα, αναπόσπαστα):
    • η ομηρική μνήμη είναι ~ δεμένη με τούτο το μακαρισμένο νησί (sc την Kέρκυρα) (Panagiotop) |
    • η τέχνη για τους Γιαπωνέζους σμίγει ~ με τη φύση (Kazantz) |
    • αυτή δόθηκε στη δόξα ανακατώνοντας ~ τον έρωτα με τον πόλεμο (Theotokas) |
    • η ορθοδοξία συνυφαίνεται πιο πολύ, σχεδόν ~, με τον ελληνισμό (Vacalop)

[der of αξεδιάλυτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξεδιάλυτα2 [akseðjálita] τα,
  • unsolvable, incomprehensible or inexplicable matters:
    • ας προσπαθήσουμε μάλιστα πιο ξάστερα να ξεδιαλύσουμε τ' ~ (Psichari) |
    • γυρεύουμε τ' άγνωστα, τ' απόκρυφα, τ' απάτητα, τα παρθένα, τ' ~ (Karantonis)

[substantiv. n of αξεδιάλυτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go