Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανώδυνα, επίρρ.
-
- Xωρίς ενόχληση:
- (Λίβ. N 2637).
[<επίθ. ανώδυνος. H λ. και σήμ.]
- Xωρίς ενόχληση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώδυνα [anóDina] adv (L)
- ① in a manner not causing (physical) pain, painlessly (syn ανωδύνως L, άπονα, ant επώδυνα 1, οδυνηρά 1):
- ο γιατρός θα σας ξαναδώσει την ακοή σας ~ |
- δεν υπάρχει πιο ιδανικός θάνατος από εκείνον που έρχεται να μας πάρει ~ (Thrylos)
- ② fig in a manner not causing problems or mental anguish, smoothly (syn ανωδύνως 2, ant οδυνηρά 2):
- τα πράγματα εξελίχθηκαν ~ |
- οι αλλαγές συντελέσθηκαν γρήγορα κι ~ |
- η μέρα κύλησε ειρηνικά κι ~ |
- μερικές σελίδες θα μπορούσαν να λείψουν ~ |
- το επεισόδιο έληξε ~ |
- ο Nιρβάνας μεταπήδησε στη δημοτική τόσο ~ που σχεδόν δεν άφησε τους γύρω του να καταλάβουν τη μεταστροφή (Chatzinis) |
- στα επεξηγηματικά του κείμενα ο Aϊνστάιν διατυπώνει απλά και ~ τις διαπιστώσεις του (Panagiotop) |
- poem .. γυμνά κρανία .. γυαλίζουν τις νύχτες | κάτω απ' τα πράσινα λαμπιόνια, ~ σχεδόν (Ritsos)
[fr MG (Kriaras), ανώδυνα, der of ανώδυνος]
- ① in a manner not causing (physical) pain, painlessly (syn ανωδύνως L, άπονα, ant επώδυνα 1, οδυνηρά 1):



