Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανύποπτα [anípopta] adv (L)
- ① not suspecting anything, unsuspectingly (syn ανυποψίαστα 1):
- κάποιος χτύπησε την πόρτα κ' εσύ ~ έτρεξες κι άνοιξες (Palam, adapted)
- ② without one's being aware, unconsciously, unwittingly (syn ανυποψίαστα 2):
- δεν είναι (sc ο Kωνσταντίνος Παλαιολόγος) ήρωας ~ μοιραίος· ξέρει πού βαδίζει (ChZalokostas) |
- η πνευματική ονειροπόληση του θεάτρου βάραινε ~ τον Θεμιστοκλή Nόβα (Diomatari) |
- poem ένα μικρό κορίτσι~ νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη (Ritsos)
[der of ανύποπτος2]
- ① not suspecting anything, unsuspectingly (syn ανυποψίαστα 1):



