Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόρεχτα [anórexta] adv (& L rare ανόρεκτα)
- ① without appetite (syn ανόρεξα 1):
- τρώω ~ |
- έφαγα ~ κτ πρόχειρο |
- γευμάτισα μόνος μου βιαστικά κι ~ στου Πελοπίδα (Xenop) |
- κατεβάζει μηχανικά κι ~ τεράστιες μπουκιές, γιατί πρέπει να φάει (Karagatsis) |
- τ' άλογά τους μασάν χόρτο ~ (Ouranis) |
- η Eιρήνη έτρωγε ~ και δε μιλούσε (Petsalis) |
- τσιμπούσα ~
- ② in low spirits, dispiritedly, unenthusiastically, w. disinclination (syn in ανόρεξα 2):
- εργάζεται, μιλάει, γελάει, διαβάζει, τραγουδάει ~ |
- οι μαθήτριες σηκώθηκαν ~ και βγήκανε σιωπηλές μα με γληγοράδα (KPapa) |
- περπατούσε ~ |
- τους πλησίασε δισταχτικά κι ~ (MNikolaidis) |
- είν' ανάγκη; ρώτησε ~ (EIoannidou-A) |
- "δε βαριέσαι", του έκανα ~ (Chakkas) |
- "καλά" της είπε ~ |
- απάντησε, αποκρίθηκε ~ |
- ένας ντόπιος τους καλημέρισε ~ (Prevelakis) |
- μόλις χαμογελάει ~ |
- ξαναφόρεσε ~ το σμόκιν (Xenop) |
- ο Άλκης ακολούθησε ~ τον ξεναγό του (Nirvanas) |
- δεν έχει καμιά δουλειά, αλλά ψάχνει για να βρει· ψάχνει τεμπέλικα κι ~ (Karagatsis) |
- έκτιζε μικρά σπιτάκια, αλλά κι αυτά ανόρεκτα (Thrylos) |
- ο Tύπος ~προβάλλει την ειδησεογραφία για το ζήτημα |
- ο ηθοποιός έπαιξε τόσο ~ |
- το πλήθος χειροκροτεί ~
[fr MG ανόρεκτα, ανόρεχτα, der of ανόρεκτος / ανόρεχτος]
- ① without appetite (syn ανόρεξα 1):



