Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανόρεξα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανόρεξα [anóreksa] adv
  • ① without appetite (syn ανόρεχτα 1):
    • τρώει ~ |
    • φάγανε βιαστικά κι ~ (MLazaridis) |
    • άρχισε να αργομασάει τη μπουκιά του ~ (id.)
  • ② w. disinclination, unenthusiastically, reluctantly (syn άκεφα, ανόρεχτα 2, απρόθυμα, με το στανιό):
    • δουλεύουν ~ |
    • φεύγω για τα λουτρά· ταξίδι, καθώς πολύ καλά το εννοείς, που το κάνω ~ (Palam) |
    • -δε θα πω χαιρετίσματα σε κανένα; -σ' όλους να πεις, του 'πα ~ (Kondylakis)

[der of ανόρεξος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go