Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανόρεκτος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανόρεκτος, επίθ.· ανόρεχτος.
  • 1) Που δεν έχει όρεξη:
    • (Iερακοσ. 4461
    • (συνεκδ.):
      • το δε αίγειον (ενν. κρέας) … ποιεί τον στόμαχον … ανόρεκτον (Ιερακοσ. 3801).
  • 2) Aπαράδεκτος:
    • (Xρον. Mορ. H 3203).

[αρχ. επίθ. ανόρεκτος. O τ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go