Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανόμοιο
23 items total [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανόμοιο [anómio] το, usu pl ανόμοια τα, (L)
  • dissimilar beings or things:
    • στον έρωτα τα ανόμοια έλκονται κι αναζητούνται (ThAthanasiadis-N) |
    • τα ανόμοια δε συγκρίνονται (sc τα ανόμοια έργα τέχνης) (id.) |
    • ο Kλέων Παράσχος συνάπτει σχέσεις μέσα στον κόσμο του πνεύματος, σχέσεις "ερωτικές", που προϋποθέτουν μια έλξη των ανομοίων (Chatzinis)

[fr kath ανόμοιον ← PatrG, MG τό ἀνόμοιον, substantiv. n of ανόμοιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομοιογένεια η [anomiojénia] Ο27 : η ιδιότητα του ανομοιογενούς, η έλλειψη ομοιογένειας μεταξύ των στοιχείων ενός συνόλου: Γλωσσική ~ ενός κειμένου, η συνύπαρξη καθαρευουσιάνικων και δημοτικών στοιχείων. H ~ του πληθυσμού των παραμεθόριων περιοχών οξύνει τα κοινωνικά προβλήματα.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ομοιογένεια απόδ. γαλλ. hétéro généité]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανομοιογένεια [anomioyénia] η, (L)
  • difference of kind, lack of homogeneity (ant ομοιογένεια):
    • ~ αντικειμένων, υλικού |
    • στυλιστική ~ χαρακτηρίζει το αντίγραφο του αγάλματος ως προς την απόδοση του ιματίου (Despinis) |
    • ~ της γλώσσας του συγγραφέα |
    • η παιδευτική γλωσσική ατμόσφαιρα του σχολείου παρουσίαζε μιαν ~ προ του 1976 |
    • δημιουργήθηκε μια νομισματική ~ και αναρχία (Angelop) |
    • από το Λασήθι ως τη Σητεία υπάρχει ~ των στοιχείων που απαρτίζουν τον πληθυσμό |
    • σημαντικές εσωτερικές ανομοιογένειες παρατηρούνται στις μειονότητες της περιοχής του Québec |
    • μια πολιτική που σέβεται τις ανομοιογένειες βρίσκει στις άμιλλες μια από τις πρωταρχικές της εμπνεύσεις |
    • το κόμμα έχει κάποιαν ιδεολογική ~ |
    • κάποια ακαταστασία και ~ βασιλεύει ακόμα σ' αυτόν τον κλάδο του δικαίου (Theotokas) |
    • στην ιστορία των ιδεών έχομε μιαν ~ και μιαν ομοιογένεια που συμπλέκονται και αποτελούν ένα σφιχτό δίχτυ (Papanoutsos) |
    • κοινοί μύθοι ανήκουν σε πολλούς λαούς ή σε πολλά άτομα διαφόρων λαών· τέτοιες διασταυρώσεις ομοιογένειας και ανομοιογένειας παρουσίασε προπαντός η πνευματικά πολυσύνθετη και κατακερματισμένη εποχή μας (Tsatsos)

[fr kath ανομοιογένεια, cpd w. ομοιογένεια or der of ανομοιογενής after the pattern ομοιογένεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομοιογενής -ής -ές [anomiojenís] Ε10 : ANT ομοιογενής. ΣYN ετερογενής1. α. που δεν ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος με άλλον, που έχει διαφορετική προέλευση, σκοπούς, τάσεις: Aνομοιογενή φαινόμενα / στοιχεία. Aνομοιογενείς απόψεις. β. που αποτελείται από ανομοιογενή στοιχεία: ~ πληθυσμός.

[λόγ. < ελνστ. ἀνομοιογενής `διαφορετικού είδους ζώο΄ σημδ. γαλλ. hétérogène]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανομοιογενής, -ής, -ές [anomioyenís] (L)
  • not of the same kind, of a different kind, different, heterogeneous (ant ομοιογενής):
    • ανομοιογενές έργο, μετάλλευμα |
    • ανομοιογενή φαινόμενα |
    • ~ πληθυσμός, κύκλος, συντροφιά, κοινωνία |
    • ανομοιογενείς σχέσεις |
    • το τόσο ανομοιογενές κοινό των ναπολεοντίων χρόνων (DGiatras) |
    • το κόμμα, η εταιρεία, ο σύλλογος, το συβούλιο απαρτίζεται από ανομοιογενή στοιχεία |
    • για την ελληνική λαϊκή μουσική οι ειδικοί δημιούργησαν ανομοιογενέστατο λεξιλόγιο που είναι παρμένο από το λεξιλόγιο της βυζαντινής μουσικής και της ορχηστρικής (Mirambel) |
    • οι επίγονοι του Mαρξ προσκόμιζαν ένα θεωρητικό υλικό ανισοβαρές και ανομοιογενές με συνέπεια ο Mαρξ να εξαφανίζεται μέσα στον μαρξισμό (AArgyriou)

[fr kath ← K ἀνομοιογενής Philo 1st c. AD)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομοιοκατάληκτος -η -ο [anomiokatáliktos] Ε5 : (για στίχους ή ποίημα) που δεν ομοιοκαταληκτεί. ANT ομοιοκατάληκτος: Στην αρχαία ελληνική ποίηση οι στίχοι είναι πάντοτε ανομοιοκατάληκτοι εκτός από τις εξαιρέσεις του ομοιοτέλευτου σχήματος. Aνομοιοκατάληκτη ποιητική σύνθεση.

[λόγ. < ελνστ. ἀνομοιοκατάληκτος `με διαφορετική γραμματική κατάληξη΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανομοιοκατάληκτος, -η, -ο [anomiokatáliktos] (L) metr
  • not rhyming, unrhymed, rhymeless (ant ομοιοκατάληκτος):
    • ~στίχος unrhymed line, blank verse |
    • οι στίχοι πολλών δημοτικών τραγουδιών είναι ανομοιοκατάληκτοι |
    • ανομοιοκατάληκτα δημοτικά τραγούδια |
    • πολιτικοί ανομοιοκατάληκτοι στίχοι |
    • το Xρονικό του Mορέως είναι ανομοιοκατάληκτο |
    • οι στίχοι σε όλο το έργο είναι ανομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι

[fr LK ἀνομοιοκατάληκτος (Apoll. Dysk., 2nd c. AD]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομοιοκαταληξία η [anomiokataliksía] Ο25 : έλλειψη ομοιοκαταληξίας: H ~ παρέχει μεγάλη ελευθερία στο στιχουργό.

[λόγ. ανομοιοκατάληκ(τος) -σία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανομοιοκαταληξία [anomiokataliksía] η, (L) metr
  • lack of rhyme, rhymelessness (ant ομοιοκαταληξία, ρίμα):
    • η ~είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σημερινής νεοελληνικής ποιήσεως

[cpd of αν- & MG ομοιοκαταληξία (Eustathius) 'similarity of termination']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομοιομέρεια η [anomioméria] Ο27 : η ιδιότητα του ανομοιομερούς. ANT ομοιομέρεια.

[λόγ. ανομοιομερ(ής) -εια]

< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go