Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανόθευτος -η -ο [anóθeftos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν νοθέψει, δεν του έχουν προσθέσει ξένες ουσίες· γνήσιος, αγνός: Aνόθευτο γάλα / βούτυρο. Δύσκολο να βρει κανείς σήμερα ανόθευτο λάδι. 2. (μτφ.) α. που το αποτέλεσμά του δεν το αλλοίωσαν με παράνομα μέσα: Aνόθευτες εκλογές, γνήσιες. ANT νόθες. β. που δε δέχτηκε κακή επίδραση: Aνόθευτο πατριωτικό αίσθημα / φρόνημα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνόθευτος (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόθευτος, -η, -ο [anóθeftos]
- ① unmixed, unadulterated, pure (syn αγνός, άδολος, καθαρός, ant νοθευμένος):
- ανόθευτο ασήμι, χρυσάφι |
- ανόθευτο βούτυρο, γάλα, κρασί, οξυγόνο, χρώμα |
- ~ καφές |
- οι Σαρακατσάνοι φυλετικά ανόθευτοι |
- ανόθευτη παράδοση |
- ~ ο ασιατισμός της Tουρκίας |
- ο ~ χαρακτήρας του νησιού |
- ο ~ αέρας των νησιών |
- μια ποίηση ανόθευτη και καθαρή από ετερογενή στοιχεία (Georgoulis) |
- ανόθευτα δημιουργήματα της ψυχής του Παπαδιαμάντη
- ② fig genuine (syn γνήσιος, ant κίβδηλος, νόθος):
- ανόθευτες εκλογές |
- εκλέγονται με την ανόθευτη θέληση του λαού |
- το φρόνημα του λαού παρέμεινε ανόθευτο |
- ανόθευτο πατριωτικό αίσθημα |
- ανόθευτη γλώσσα |
- καθαρεύουσα ορθόδοξη και ανόθευτη (Papanoutsos) |
- ανόθευτο γλωσσικό ιδίωμα |
- ανόθευτο λεξιλόγιο |
- ανόθευτη γαλήνη, χαρά |
- ~ ποιητής, πνευματικός άνθρωπος |
- ανόθευτη τέχνη, ηθογραφία, ποίηση |
- ανόθευτη σατιρική φλέβα |
- ανόθευτο καλλιτεχνικό αισθητήριο |
- η πόλη κράτησε το παρελθόν της καθαρό και ανόθευτο (Venezis)
- ⓐ unvitiated, pure (syn αδιάφθορος, ανεπιτήδευτος):
- ~ άνθρωπος |
- ανόθευτοι Kρητικοί |
- ανόθευτη φύση, αρετή, πίστη |
- το τοπίο είναι ανόθευτο |
- ανόθευτες καταστάσεις |
- ανόθευτη έμπνευση, συγκίνηση, λυρική διάθεση |
- θέλει την αλήθεια ανόθευτη |
- συγγραφείς λαγαροί κι ανόθευτοι από τις γλωσσικές υπερβολές |
- σωστό ανόθευτο κορίτσι από τα βουνά της Pούμελης (Palam) |
- η ανόθευτη ψυχή του λαού |
- πνεύμα ελεύθερο κι ανόθευτο |
- η ανόθευτη έκφραση ανεπιτήδευτης λαϊκής ψυχής |
- γνήσιος ελληνοκεντρισμός ~ και ελληνικός (Karantonis) |
- αισθητική εμπειρία ανόθευτη από κατώτερα αισθήματα και χαμηλές ορέξεις (Papanoutsos) |
- το αγνό και ανόθευτο κάλλος της Mούσας του (Chourmouzios)
[fr AG (Aristotle) ἀνόθευτος γάμος and PatrG ἀνόθευτος, cpd w. *νοθευτός; cf also LK εὐνόθευτος 'free fr adultery' (Cornutus 1st c. AD)]
- ① unmixed, unadulterated, pure (syn αγνός, άδολος, καθαρός, ant νοθευμένος):



