Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωφελές [anofelés] το, gen ανωφελούς (L)
- useless thing, uselessness (syn ανωφέλεια):
- μόνο το ~ προξενεί ευχαρίστηση |
- ο ανθρώπινος μόχθος γίνεται ποίηση, είναι ένας αγώνας για το φαινομενικά ~, ένας αγώνας για την ομορφιά (Panagiotop)
[fr kath το ανωφελές ← K (1st-2nd c. AD) το ανωφελές]
- useless thing, uselessness (syn ανωφέλεια):



