Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανωφέλητος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανωφέλητος, επίθ.· ανωφέλετος.
  • 1) Που δεν παρέχει ωφέλεια· μάταιος, άχρηστος:
    • ανωφελέτους κόπους (Διγ. A 3346).
  • 2) Που δεν ωφελείται, δεν απολαμβάνει κ.:
    • (Aιτωλ., Mύθ. 5824).

[αρχ. επίθ. ανωφέλητος. Τ. ανεφέλετος στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). O τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωφέλητος s. ανωφέλετος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go