Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωνύμως [anonímos] adv (L)
- anonymously (syn ανώνυμα 1):
- το φυλλάδιο δημοσιεύθηκε ~ |
- επιστολογράφος κατήγγειλε ~ ανώτερο υπάλληλο του υπουργείου |
- ο συγγραφέας έχει την τάση να παρουσιάζεται ~ (Frangos)
[fr kath ← PatrG, LK, K ἀνωνύμως]
- anonymously (syn ανώνυμα 1):



