Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανωμοτί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωμοτί [anomotí] επίρρ. : (νομ.) χωρίς να δοθεί όρκος: Ο μάρτυρας κατέθεσε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνωμοτί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go