Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωδομία [anoDomía] η, (L)
- archit superstructure:
- η ~ του κτιρίου αποτελούνταν από ωμά πλιθάρια |
- οι μετόπες ήταν μέρος της ανωδομίας του ναού (Varelas)
[fr kath (neol) ανωδομία, cpd w. combin. form -δομία; cf λιθοδομία, ναοδομία, πολεοδομία etc]
- archit superstructure:



