Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανωδομή η [anoδomí] Ο29 : (οικοδ.) η υπερκείμενη του ισογείου κατασκευή: H ~ στα πυργόσπιτα κατασκευαζόταν με ελαφρά υλικά.
[λόγ. ανω- + δομή μτφρδ. γαλλ. superstructure]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωδομή [anoDomí] η, (L)
- archit structure built on another, superstructure (syn ανωδομία):
- στην ~ της εκκλησίας κυριαρχούν οι τρεις τρούλοι |
- η ~ του κτιρίου κοσμείται με κυμάτιο και γείσο |
- οι ισχυρές αντηρίδες σχημάτιζαν στην ~ με σαφήνεια το σχήμα του σταυρού (Nikonanos) |
- όλοι σχεδόν οι χώροι της εκκλησίας που διαγράφονται στην κάτοψη ξεχωρίζουν και στην ~ (Bakirtzis)
[fr kath (neol Koumanoudis) ανωδομή, cpd of άνω & δομή]
- archit structure built on another, superstructure (syn ανωδομία):



