Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανυψωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανυψωμένος, -η, -ο [anipsoménos] (L)
  • ① having been raised or having risen, raised (syn ανασηκωμένος 1):
    • ανυψωμένο κεφάλι, χέρι |
    • ανυψωμένη θέση των ποδιών |
    • ανυψωμένη στάθμη του νερού του ποταμού |
    • poem προς τ' αστέρια τόσα μάτια ανυψωμένα, | προς τη γης κατεβασμένα σιωπηλά (Malakasis)
  • ⓐ archit, shipb etc raised, surmounted:
    • (syn υπερυψωμένος) |
    • ανυψωμένο κατάστρωμα, πρόθυρο |
    • ~ θόλος surmounted vault |
    • ανυψωμένο ισόγειο ground floor above street level
  • ② fig high, elevated, raised (of moral or social conditions etc) (syn ανεβασμένος 5):
    • ανυψωμένο ηθικό |
    • ανυψωμένη στάθμη της ζωής |
    • ανυψωμένο κατά κεφαλή εθνικό εισόδημα
  • ③ fig uplifted, elevated (spiritually, morally etc):
    • ~ ως την έκσταση |
    • είπα τον ύμνο μου με την υπερηφάνεια του ανθρώπου του ανυψωμένου από το απολλώνειο πάθος του (Palam)

[ppp of ανυψώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go