Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανυφαντού
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανυφαντού η· αλυφαντού.
  • Yφάντρα:
    • πανί στούπινο οπού λέσι και είναι στην ανυφαντού (Bαρούχ. 48610).

[<ουσ. ανυφαντής + κατάλ. ού. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ής)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go