Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυφάντρα [anifándra] η,
- ① female weaver:
- οι γυναίκες των Φαιάκων ήταν περίφημες ανυφάντρες |
- πίσω από τ' ορθό στημόνι φεγγρίζει θαμπά το πρόσωπο της ανυφάντρας (Kazantz) |
- η ~ έχει μεταμορφωθεί σε στρατιές ατόμων που δουλεύουν σε απέραντα εργοστάσια (Panagiotop) |
- poem .. τραγέλαφους, .. αλογοκόρους, | που οι ανυφάντρες βάζουνε στα περσικά χαλιά τους (Stavrou Ar)
- ⓐ fig weaver, shaper, fashioner (of dreams, thoughts etc):
- poem .. παγώνει | τα πάντα, της ασύγκριτης λαχτάρας ~, | .. προφήτισσα η Kασσάντρα (Palam) |
- οι πέντε σκλάβες ανυφάντρες μου στον αργαλειό του νου μου | φαίνουν ξεφαίνουν τη ζωή κλ (Kazantz Od 16.1220) |
- έχ' η γη γλύκες που άλλη δεν αιστάνθη | ψυχή παρά η φιλέρημη, η ~ | των υπέργειων ονείρων κλ (Mavilis)
- ② spider (syn ανυφαντής 2, αράχνη):
- τα ζουζούνια κ' οι ανυφάντρες ήταν η μοναχή συντροφιά του (Vlami) |
- poem οι στέρνες στέγνωσαν την περισυλλογή από πολλούς χειμώνες | και βόλεψαν τις ανυφάντρες (Decavalles)
[der of ανυφαίνω]
- ① female weaver:



