Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυστερόβουλα [anisteróvula] adv (L)
- without an ulterior motive or self-interest (ant υστερόβουλα):
- σκέπτεται ελεύθερα και ~ |
- δόθηκε στη δράση ~ |
- ο Iονέσκο στα έργα του προσφέρεται ορμητικά κι ~ και εξομολογείται όπως στον ψυχαναλυτή του (Terzakis) |
- ένα καλλιτέχνημα προσφέρεται ~ και ανεπικύρωτα στην κοινή ευαρέστηση (Panagiotop)
[der of ανυστερόβουλος]
- without an ulterior motive or self-interest (ant υστερόβουλα):



