Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπόγραφα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπόγραφα [anipóγrafa] adv (L)
  • without signature (of a document etc), anonymously:
    • είχα δημοσιέψει κατά καιρούς, ενυπόγραφα, ή ~, διάφορες κοινωνιολογικές μελέτες μου σ' εφημερίδες (Terzakis)

[der of ανυπόγραφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες