Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανυπομόνευτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπομόνευτα [anipomónefta] adv
  • ① = ανυπόμονα 1:
    • poem κ' έμοιαζε σαν την αφρογύναικα |..| που λάγνικα κι ~ | προσμένει τον αστραφτομάτη (Skipis)
  • ② = ανυπόμονα 2:
    • τ' άλογα χλιμιντρούσαν ~ |
    • poem κι ο Γρίβας τώρα Zέφυρος |..|..|..|.. τις πλατιές ~ | εσάλευε φτερούγες (Skipis)

[der of ανυπομόνευτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go