Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπέρβλητα [anipérvlita] adv (L)
- unsurpassably:
- η ~ ευγενική αρχαιότητα |
- poem κάποτε παίζουμε την αγάπη, και τότε αλήθεια νοιώθουμε~αγνοί (Anagnostakis)
[der of ανυπέρβλητος]
- unsurpassably:



