Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντροχωρίστρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντροχωρίστρα η [androxorístra] Ο25 : υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας που, με τις ραδιουργίες της ή με την ερωτική γοητεία της, γίνεται αιτία να χωρίσει ένας άντρας τη γυναίκα του ή να ψυχρανθούν οι σχέσεις ενός ζευγαριού.

[σύντμ. του αντρογυνοχωρίστρα < αντρόγυν(ο) -ο- + χωρίστρα (στη σημ.: `αυτή που χωρίζει΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντροχωρίστρα [androxorístra] η,
  • female home-breaker (syn αντρογυνοχωρίστρα)

[der of αντροχωριστής w. suff -τρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go