Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντροκαλώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντροκαλώ [androkaló] αντροκαλεί, aor αντροκάλεσα, mi αντροκαλιέμαι, aor αντροκαλέστηκα region. (Crete) & lit
  • challenge (to a confrontation, fight etc):
    • με αντροκάλεσε ο M. και του βγήκα με το μαχαίρι (Prevelakis, adapted) |
    • αντροκαλέστηκε τη μοίρα καθώς ο δρυς το αστροπελέκι (id.) |
    • poem έλα λοιπόν, ξανά αντροκάλεσε και βγες να πολεμήσεις | με το Mενέλαο κλ (Homer Il 3.432 Kaz-Kakr) |
    • κι ο γαύρος κόκορας πα στις κοπριές τον ήλιο αντροκαλιέται (Kazantz Od 9.15) |
    • κι ω οι σάλπιγγες .. | που αντροκαλείτε ξαφνικά παντού τον άνθρωπο | σε μυστικό καινούργιο "γεννηθήτω" (Sikel)

[cpd w. καλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go