Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρειωμένα [andrioména & andrjoména] adv
- valiantly, courageously (syn ανδρεία, γενναία):
- πίστεψε στη λευτεριά κ' έζησε σκληρά και ~ (Charis) |
- poem κι ουδέ για την Eκάβη νοιάζομαι .. | και για τ' αδέρφια μου, που κάποτε περίσσια κι ~ | θα κυλιστούν στη σκόνη κλ (Homer Il 6.452 Kaz-Kakr) |
- εδώ βλέπει ~ | να φρονούν παρά ποτέ (Solom)
[der of αντρειωμένος]
- valiantly, courageously (syn ανδρεία, γενναία):



